H υπέρβαση της υπέρβασης...

 Άγης Εμμανουήλ   9:40 28-02-2021  

H υπέρβαση της υπέρβασης...


Την υπέρβαση της υπέρβασης, κρίνοντας πάντα από τα βιώματα μου, δεν την έχω δει από πολλούς ανθρώπους, αλλά και οι λίγοι που μπαίνουν στη «στρατόσφαιρα» της, δύσκολα το επαναλαμβάνουν. 

Βλέπεις η υπέρβαση της υπέρβασης δεν είναι για... χόρταση. Πρόκειται για ανεπανάληπτη και στοχευμένη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία φύεται στο πιο ενεργό αλλά μυστικό ρήγμα, που διαθέτει καθένας μας και παράγει «σεισμούς» πολλών βαθμών... Κάτι σαν τη γέννηση ενός άστρου.

Για παράδειγμα: ούτε ο ίδιος ο Μαραντόνα δεν έβαζε μια φορά το μήνα ή μια φορά το χρόνο το γκολ του αιώνα.

Ο Κιπτσόγκε δεν τρέχει κάτω από δύο ώρες σε κάθε Μαραθώνιο που συμμετέχει.

Ο Άγκασι δεν έκανε συνέχεια τέτοιες ανατροπές, όπως αυτή απέναντι στον Μπλέικ σε εκείνο τον ανεπανάληπτο ημιτελικό του Αμερικάνικου Όπεν (0-2, 3-2).

Πολλοί άλλοι στον τομέα τους δεν κατορθώνουν κάθε μέρα επιτεύγματα που γράφουν ιστορία.

Όλοι τους προετοιμάζονται μια ζωή και μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, χρόνο το χρόνο δοκιμάζουν «πτήσεις» ώστε  κάποια στιγμή να φτάσουν στην υπέρτατη και να γίνουν ένα με το  εκτυφλωτικό λυτρωτικό φως της «Αποκάλυψης-Ανακάλυψης». Κάποιοι βέβαια «καίνε» τις «φτερούγες» τους και χάνουν απότομα ύψος σαν τον Ίκαρο. Αυτά είναι τα αρνητικά της Υπέρβασης της Υπέρβασης.

Όμως η υπέρβαση της υπέρβασης δεν είναι μόνο για  πρωταθλητές, αλλά και για αυτούς που  αντιμετωπίζουν ό,τι αγαπάνε με όρους πρωταθλητισμού. Μπορεί  οι υπόλοιποι να μην κατακτούμε το Έβερεστ αλλά και ο Όλυμπος λίγο είναι; Η Πάρνηθα κι ο Υμηττός δεν είναι μια κατάκτηση που επίσης αξίζει συγχαρητήρια, όταν μάλιστα είναι προϊόν επίμονης δουλειάς κάποιου που πριν δεν ανέβαινε ούτε στην καρέκλα; 

Θα καταθέσω τα προσωπικά μου βιώματα σε σχέση με αυτό που θεωρώ υπέρβαση της υπέρβασης.

Θα έλεγα απλοϊκά πως συμβαίνει, όταν υπερλειτουργούν και συνεργάζονται με τέλειο τρόπο, όλα τα στοιχεία του προσωπικού μας σύμπαντος. Όταν τα κύτταρα οι νευροδιαβιβαστές, οι λοβοί του εγκεφάλου, τα εσωτερικά όργανα, το αίμα, οι μυς, οι τένοντες, τα νεύρα, οι ορμόνες, τα ... τσάκρας, συντονίζονται σαν τους  παίκτες της Εθνικής ομάδας του Ρεχάγκελ για το «γκολ και φύγαμε για τελικό», ώστε να παράξουν το μέγιστο αποτέλεσμα με την ελάχιστη κατανάλωση ενέργειας. Το λες και ευτυχία ή θέωση.

Τότε γίνεται το «Τα-Νταχ!»(είναι η κραυγή που έβγαζε ο Γκούφη όταν έτρωγε του σούπερ φυστίκι και μεταμορφωνόταν σε Σούπερ Γκούφη), το έξτρα μπουστ στο αυτοκίνητο του καθηγητή στο “Back to the future”, η επίδραση του μαγικού φίλτρου στον Αστερίξ.

Δεν ξέρω αν μπορείς  να «απογειωθείς» και με άλλους τρόπους/μεθόδους. Με πολεμικές Τέχνες έχω λίγο ασχοληθεί. Οι Σαολίν ας πούμε κάνουν απίθανα πράγματα. 

Μπορώ να μιλήσω με μεγάλη σιγουριά  για τη «μέθοδο» του τρεξίματος. Όπως έγραφα και σε προηγούμενο άρθρο, αναφέρομαι σε αυτή την υπερφυσική δύναμη, που λέει στο βιβλίο του «Born to run» και ο Μακ Ντούγκαλ και που σχεδόν όλοι διαθέτουμε ανεκμετάλλευτη μέσα μας.

Θυμάμαι κάποια σκιρτήματα υπερβατικότητας στην παιδική μου ηλικία. Θυμάμαι ένα άλμα πάνω από μια πολυθρόνα ένα απόγευμα που παίζαμε με τον αδελφό μου. Ένιωσα λες και αποδρούσα από τη βαρύτητα όταν απογειώθηκα α λα Μπρούς Λη. 43 χρόνια μετά θυμάμαι εκείνη την απογείωση. Αγνή φυσική παιδική δύναμη. Όλοι διαθέτουμε.

Στο Δημοτικό είχαμε τον πιο απαιτητικό δάσκαλο στην ιστορία των δασκάλων. Τον είχαμε από Τετάρτη μέχρι και Έκτη. Το 1981 ήταν το τελευταίο σχολικό έτος που έμπαινες με εξετάσεις στα Πρότυπα. Ο κύριος Αντώνης  ήταν κάτι σαν το Γιάννη Ιωαννίδη του μπάσκετ στο λιγότερο έξαλλο. Αρκεί να πω πως ήμασταν τα μόνα παιδιά που την πρώτη μέρα της χρονιάς (Πέμπτη και Έκτη) κουβαλούσαμε τουλάχιστον δέκα εξωσχολικά βιβλία, τα οποία οφείλαμε να έχουμε διαβάσει στις καλοκαιρινές διακοπές μας. Τα φέρναμε στο Σχολείο για να εξεταστούμε...Περίπου ένα βιβλίο την εβδομάδα....

Τρία χρόνια «Ο.Υ.Κ.»

Θυμάμαι τον μικρό Άγη, προκειμένου να πάρει το βραβείο του καλύτερου μαθητή της χρονιάς, να κάθεται μέχρι τα ξημερώματα της τελευταίας μέρας της, να φτιάχνει όσες περισσότερες  εργασίες μπορούσε για να κερδίσει τη μικρή Μαίρη. Υπήρχε ένα μεγάλο τετράγωνο κομμάτι λευκό χαρτόνι που δέσποζε στο δεξί τοίχο της τάξης. Ήταν χωρισμένο σε ισάριθμα πεδία όσα τα ονόματα των μαθητών. Κάτω από το όνομα του καθενός υπήρχαν πολύχρωμες πινέζες που αντιστοιχούσαν σε πόντους. Όποιος συγκέντρωνε τους περισσότερους έπαιρνε και το βραβείο του καλύτερου μαθητή της χρονιάς. Αν και η Μαιρούλα με κέρδισε, σ’ εκείνη την περίοδο της ζωής μου αφυπνίστηκε δια χειρός Αθανασόπουλου, ήταν η ανάγκη για το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα, την τελειότητα και την ευγενή άμιλλα, βασικές προϋποθέσεις για να κάνει κανείς την Υπέρβαση. Τρία χρόνια που μορφοποίησαν και μονιμοποίησαν αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα μου.  

(Για την ιστορία η διαπαιδαγώγηση που μας πρόσφερε αυτός ο άνθρωπος δεν είναι κάτι σχετικό ή αφηρημένο, αλλά μετρήσιμο. Το ποσοστό εισαχθέντων στα Πρότυπα ξεπέρασε το 60% και θα ήταν πολύ μεγαλύτερο αν κάποιοι σαν εμένα δεν κόβονταν στην Έκθεση. Κι αν αναρωτιέστε τα παιδιά αυτού του ανθρώπου τι μπορεί να έχουν καταφέρει στη ζωή τους, σας γράφω απλώς πως η κόρη του είναι μέσα στην τετράδα της ιεραρχίας του Δ.Ν.Τ...)

Στην εφηβεία μου ήταν της μόδας το μπόντι μπόλντινγκ. Μέσα σε δυο χρόνια από λυγερόκορμο αγόρι μεταμορφώθηκα σε φουσκωτό αντράκι. «Έμπαινα» στον πάγκο για στήθος κι ένιωθα την προσοχή των άλλων μιας και τρία σετ των 9 με 100 κιλά προκαλούσαν δέος στους περισσότερους. Είχε γίνει τρόπος ζωής και η μόνη μου ασχολία. Με έξι φορές την εβδομάδα προπόνηση, χωρίς ποτέ να «κλέβω», με  περισσότερες επαναλήψεις από τις προβλεπόμενες για κάθε σετ, λογικό κάποια στιγμή να μου πουν οι πρωταθλητές του «International  Gym», μήπως να σκεφτώ να κατέβω σε αγώνες. Πάντα όμως η γυμναστική που έκανα ήταν συνθέτη και παρ’ όλο το πάθος μου για το μπόντι μπίλντινγκ, πολύ μπάσκετ και τρέξιμο δεν έλειπαν από την ατζέντα. Εν κατακλείδι, θεωρώ πως τα αποτελέσματα εκείνης της διετίας στη δύναμη και στο σώμα προήλθαν από ενασχόληση που υπερέβαινε το μέσο όρο και μάλιστα ήταν κάτι απτό. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα ... ανάγλυφα το αποτέλεσμα μιας μακράς διαρκείας προσπάθειας. Γενικά στον Αθλητισμό τα πράγματα είναι αναπόφευκτα καθαρά κι αντικειμενικά μιας και οι κριτές, το χρονόμετρο ή η μεζούρα, είναι αδιαμφισβήτητοι. (Στον Αθλητισμό, όχι στον Πρωταθλητισμό, για αυτούς που προτρέχουν).

Αυτές οι τρεις περιπτώσεις και ίσως και κάποιες άλλες που δε θυμάμαι, δεν ήταν αποκαλυπτικές σε σχέση με την Υπέρβαση της Υπέρβασης. Θα έλεγα ήταν απλώς Υπερβάσεις και αποτέλεσαν θεμέλια. Ήταν και είναι εμπειρίες που διαμόρφωναν και συνεχίζουν να διαμορφώνουν το χαρακτήρα μου και την ψυχή μου προετοιμάζοντάς με για κάτι που δεν ξέρω τι είναι.

Το σίγουρο είναι πως για να κάνεις τη διπλή Υπέρβαση πρέπει να έχεις πάνω από όλα συγκεκριμένο χαρακτήρα. Να έχεις σε μεγάλο βαθμό αμαρτήματα και προτερήματα. Να είσαι άπληστος να έχεις και φρόνηση. Να είσαι φουλ Νάρκισσος και την ίδια ώρα ταπεινός. Και κάποια στιγμή να βρεις την πολύτιμη ισορροπία σου χαλιναγωγώντας τα πάθη σου και επενδύοντας  στα προτερήματά σου. Υπάρχουν βέβαια και άνθρωποι που διαθέτουν εκ φύσεως το χάρισμα της Φρόνησης και της ηρεμίας του Νου.

Η πρώτη φορά που θεωρώ πως ανέβηκα στο σκαλοπάτι της Υπέρβασης ήταν σε σχέση με ένα ρόλο στο θέατρο. Το 2000 βίωσα μία κατάσταση επί σκηνής που ένιωθα σα να «αιχμαλώτιζα» το χρόνο και να καταργώ τη βαρύτητα.

Μία πρόγευση πήρα λίγα χρόνια νωρίτερα, στις πτυχιακές εξετάσεις. Είχαμε δουλέψει με την Ασπασία από την αρχή του έτους σχεδόν όλο τον «Εραστή» του Πίντερ. Από την πρώτη ανάγνωση «κλείδωσε» μέσα μας ο ρόλος και η αληθινή επικοινωνία. Κάθε φορά που το παρουσιάζαμε υπήρχε σημαντική πρόοδος και όλα έδειχναν πως θα σκίζαμε στις εξετάσεις. Ακόμα και η κακή και συγκρουσιακή πρόβα τζενεράλε ήταν αδύνατο να μπει εμπόδιο. Και για να σας δώσω λίγο το κλίμα της τελευταίας πρόβας σε σχέση με τις εντάσεις που αναπτύσσονται στο αληθινό θέατρο, σε ένα σημείο που ξέχασα τα λόγια μου, λίγο μετά, δέχτηκα αντί για θεατρικό, απόλυτα αληθινό και πολύ δυνατό χαστούκι. Η παρτενέρ μου θεώρησε πως το «γκρέμισμα» του δημιουργήματός μας οφειλόταν στο ότι τον τελευταίο καιρό είχα αφιερώσει περισσότερο χρόνο σε ένα άλλο κομμάτι. Αντέδρασα αντανακλαστικά πιάνοντας την από το λαιμό και εκσφενδονίζοντας τη σε παρακείμενο καναπέ... Ήμασταν ζευγάρι και στη ζωή όποτε είχαμε μεγάλη... οικειότητα. Η δασκάλα μας εμβρόντητη και αμήχανη διέκοψε την πρόβα λέγοντας μας ευγενικά: «διακρίνω μια ένταση»... 

Την επόμενη στις εξετάσεις ο «Εραστής» μας θριάμβευσε. Σίγουρα η απόδοσή μου έπαιξε ρόλο στο να με προτείνουν οι δάσκαλοί μου σε ένα σπουδαίο σκηνοθέτη λίγο καιρό αργότερα. Το ντεμπούτο μου στο «Γυάλινο Κόσμο» αποτέλεσε χρυσό διαβατήριο για τη μετέπειτα πορεία μου. 

Για μένα όμως πιο σημαντικό ήταν η εμπειρία. Διέρρευσε λίγη από τη σπάνια ενέργεια που σε εκτοξεύει στην Υπέρβαση της Υπέρβασης, σε κάνει να νιώθεις παντοδύναμος και αθάνατος. Ένιωθα πως οι σφυγμοί των θεατών είχαν συντονιστεί με τους δικούς μου, πως είχα παγώσει το χρόνο και άνετα θα μπορούσα να πάω στην πλατεία και να κλέψω πορτοφόλια. Όταν τελείωσε η παράσταση ήταν σα να ανδρώθηκα και να αποφάσισα να ασχοληθώ ουσιαστικά με αυτό το επάγγελμα.

Αυτά συνέβησαν λίγους μήνες πριν τρέξω τον πρώτο μου Μαραθώνιο. Το καλοκαίρι του 1996, στα 27 μου, ήμουν γενικά αγύμναστος εκτός από λίγη γιόγκα που κάναμε, αλλά αυτό δε με εμπόδιζε να κάνω για παράδειγμα 60 χλμ ποδήλατο στα καλά καθούμενα. Φυσικά το σώμα, το ένα εργαλείο του ηθοποιού, το άλλο είναι η φωνή, αργεί να «ξεχάσει» σε αυτή την ηλικία. Η αθλητική υποδομή μου έπαιξε καίριο ρόλο εκείνο το βράδυ του Ιουλίου στον υπερθερμαινόμενο πατάρι του θεάτρου «Εμπρός». Επρόκειτο για μια κατάσταση σύζευξης του σώματος, της ψυχής και του πνεύματος, που όταν την ανακαλύψεις γίνεσαι ισόβια εξαρτημένος. Μπορεί να χρειαστούν χρόνια για να ξαναπάρεις τη «δόση» αυτού του πιο εθιστικού «ναρκωτικού», που μάλλον κατοικοεδρεύει κάπου στο γλουταμικό οξύ, αλλά κάνεις υπομονή μέχρι να ξανασυμβεί.

4 χρόνια αργότερα είχα βγει για τα καλά στο κουρμπέτι. Πρώτη μου παράσταση ο «Γυάλινος κόσμος», η οποία αποτέλεσε επιτυχία της δεκαετίας στο θέατρο της Σχολής μου, στο «Εμπρός». Δεύτερη η «Αγγέλα» η πιο αγαπημένη παράσταση της ζωής μου. Είχα βγει και εκτός «σπιτιού» κάνοντας  τηλεόραση, «Θύματα Ειρήνης» και μια καλοκαιρινή παράσταση, το «Χειμωνιάτικο Παραμύθι». Όμως σαν το « Εμπρός» δεν είχε και δεν έχει...

Το 2000 λοιπόν ο Τάσος Μπαντής (θα τον θυμάστε ως τον παππού στην Πολίτικη Κουζίνα), σκηνοθέτης του «Εμπρός» και δάσκαλος μου, μου προτείνει να κάνουμε με το Σωτήρη συμφοιτητή και φίλο, το «Τάβλι» του Κεχαΐδη. Ήταν ένα πολυαγαπημένο έργο που είχαμε επίσης δουλέψει στο τέταρτο έτος για τις πτυχιακές μαζί του. Μετά από 2 μήνες προβών με το Σωτήρη και τρεις με τον αντικαταστάτη του το Χρήστο (θα τον ξέρετε όσοι είδατε τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου στο ρόλο του πατέρα), φτάσαμε στη γενική πρόβα.

Το 2000 ήταν η πρώτη φορά που θα έτρεχα Μαραθώνιο με δυόμιση μήνες εντατικής προπόνησης. Ένας φίλος προπονητής μου έδωσε από το Ίντερνετ ένα πολύ καλό τρίμηνο πρόγραμμα 6 προπονήσεων την εβδομάδα, το οποίο ακολουθούσα απαράβατα, παράλληλα με τις πρόβες, που ήταν επίσης 6 φορές την εβδομάδα. 

Είχα γίνει μηχανή. Τη μία εβδομάδα θα κάναμε Πρεμιέρα και την επόμενη θα έτρεχα τον πρώτο σωστά οργανωμένο Μαραθώνιό μου. Μέχρι τότε είχα τρέξει σε δύο κλασικές, δυο Πάτρα και μια Ρόδο. Καλύτερος χρόνος κλασικής 4 ώρες 12’, καλύτερος χρόνος στη δεύτερη Πάτρα και στη Ρόδο 3 ώρες 39’. Μάλιστα best Κλασικής και best Πάτρας έγιναν μέσα σε ένα μήνα. Σύμφωνα με την προπόνηση και το 20άρι του Αγίου Κοσμά σε 1 ώρα 25’50’’ (1/4/2001) και το πέρασμα ημιμαραθωνίου στο Μαραθώνιο της Ρόδου (29/4/201) σε 1 ώρα 36’, υπολόγιζα σε χρόνο τουλάχιστον κάτω από 3 ώρες 30’ στην κλασική (10/2001). Τώρα, τυπικά, ήταν το εικοσάρι που ένιωσα πρώτη φορά την Υπέρβαση της Υπέρβασης με ατομικό ρεκόρ στο δεύτερο δεκάρι, αλλά δε θα σταθώ μιας και επρόκειτο για ένα ... ταπεινούλικο 20αράκι.

Όλα δούλευαν στην εντέλεια και πρόβες και προπονήσεις. Μέχρι που μπήκαμε τελική ευθεία για την Πρεμιέρα. Το άγχος και η ευθύνη αν και ήμουν στη φάση φορμαρίσματος, που σημαίνει ότι  μείωνα τον όγκο της προπόνησης, με απέτρεψαν από το να ξοδεύω ενέργεια για οτιδήποτε εκτός παράστασης.  Έτσι διέκοψα για μία εβδομάδα τις προπονήσεις, μέχρι τη Σαββατιάτικη Πρεμιέρα.

Έφτασε η Πέμπτη, ημέρα προ-γενικής, με καλεσμένους λίγους φίλους και το άγχος αυξανόταν. Δυστυχώς, ήταν μια κακή πρόβα για μένα και τα τεντωμένα νεύρα ήταν η αφορμή για μια μετωπική σύγκρουση με τον αγαπημένο κατά τα άλλα σκηνοθέτη μου. Τόσο ακραίος ήταν ο τσακωμός που μάζεψα τα πράγματα μου και του είπα πως από αύριο μιλάμε με δικηγόρους...

Καταλαβαίνετε με τι ηθικό πήγα την επόμενη μέρα στο θέατρο και επιπλέον άφαγος και άυπνος. Έπαιρνα θέση πριν τους θεατές σε μια υπόγεια κρύπτη που υποτίθεται ήταν το σπίτι του ήρωα, του «Φώντα». Με έκρυβε ένα κουρτινάκι από όσους είχαν οπτική επαφή και θυμάμαι τη βαριά μου ανάσα σαν το αεράκι τις ήσυχες μέρες του Αυγούστου, να βαθουλώνει το ύφασμα απέναντι μου.

Πρώτο κουδούνι «Ωχ Παναγία μου», δεύτερο κουδούνι «Ωχ Θεούλη μου», τρίτο κουδούνι... «Τα-Νταχ»!!! Αυτό που συνέβη με το που ανέβηκα τα σκαλάκια και μέχρι να τελειώσει η παράσταση αμφιβάλλω αν νευρολόγοι είναι σε θέση να εξηγήσουν. Εκείνο που είχα βιώσει για στιγμές στις πτυχιακές μου στον «Εραστή», στο «Τάβλι» συνέβη ολοκληρωτικά και απόλυτα, από την πρώτη ατάκα «πέντε τρία, το πιάνω μέσα», μέχρι την τελευταία «Και προχωράς και προχωράς».

Ενδιάμεσα είχαν λειτουργήσει όλα, μάλιστα περισσότερα από αυτά που ένας από τους πιο απαιτητικούς και βαθείς σκηνοθέτες της Ελλάδας μου είχε διδάξει. Με αλήθεια, επικοινωνία και βαθειά εννόηση. Αυτό το βαθειά εννόηση κάνει τη διαφορά, κάτι που αν δεν το κάνεις στη ζωή σου, δε μπορείς να το κάνεις και στη σκηνή. Είχε διασταλεί τόσο η αντίληψη και η αντιληπτικότητά μου, που μπορούσα να διαθέσω όλα τα χρώματα της συναισθηματικής μου παλέτας στο ρόλο. Ταυτόχρονα εισέπραττα σα να τα άκουγα πρώτη φορά, σα να ήταν πραγματική  ζωή, τα χιλιοειπωμένα από τις τόσες πρόβες λόγια του «Κόλια». Είχα πλήρη συναίσθηση τι συνέβαινε στους λίγους καλεσμένους μας θεατές και γενικά σε κάθε γωνιά του θεάτρου. Είχαν οξυνθεί απίστευτα οι αισθήσεις μου. Μετέδιδα υπέρογκα και ανάγλυφα τη δραματικότητα και την κωμικότητα του έργου του μεγάλου Δημήτρη Κεχαΐδη. Ένα έργο παρεμπιπτόντως, το οποίο «αδικείται», αφού κατά κανόνα παρουσιάζεται σα μια κωμωδία ηθογραφίας κι όχι σαν ένα βαθύ μπεκετικό διαμάντι.

Φυσικά, όταν είσαι νέος ηθοποιός «παίζει» να νομίζεις ότι κάνεις παπάδες ενώ στην πραγματικότητα είσαι παπατζής... Αν όμως δεν είχα δει στα πρόσωπα του Τάσου, του Χρήστου, του Κωστή, της Αγγελικής , του Σήφη, του Δημήτρη, πως αυτό που είχα καταφέρει δεν ήταν ένα ψέμα του μυαλού μου, πιστέψτε με δε θα εκτιθόμουν δημόσια. Έλαμπαν τα πρόσωπα τους σαν την ψυχή μου!

Μόνο σε άλλη παράσταση ξανά ένιωσα το ίδιο πράγμα. Οι υπόλοιπες ήταν «καμένες». Λες και «κάρφωσα», λες και σαν άλλος Δημήτρης Χορν, στο « Μια ζωή την έχουμε», στη σκηνή στη λαχειοφόρο, ξόδεψα όλο το κεφάλαιο της υπερπολύτιμης ενέργειας σε μόνο δυο βραδιές.«Δέκα χρυσές  λίρες!».

Μόλις καταλάγιασε αυτή η υπερδιέγερση, κάθισα και σκέφτηκα πως προέκυψε όλο αυτό. Ήταν φως φανάρι ότι η προετοιμασία για τον Μαραθώνιο, που εν τέλει δεν έτρεξα, ήταν η αιτία που για πρώτη φορά έπαιξα με αυτόν τον τρόπο. Η ενδυνάμωση του σώματος και ειδικά του διαφράγματος, η τόνωση του καρδιοαναπνευστικού και η υπερφόρτωση σεροτονινών και ενδορφινών που έσκαγαν σαν πυροτεχνήματα μέσα στο κεφάλι μου, θα αποτελούσε από κει και πέρα μέθοδο όχι μόνο για τη θεατρική μου πορεία. Προπόνηση- φορμάρισμα- μασάζ- δύναμη-επίτευξη-πληρότητα- ευτυχία.

Ένα χρόνο μετά βρίσκομαι στην αφετηρία στο Μαραθώνα για να πάρω το αίμα μου πίσω... Έχω βγάλει το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματος 2,5 μηνών μην έχοντας τίποτα άλλο στο κεφάλι μου. Μόνο τις τελευταίες εβδομάδες είχα  ξεκινήσει πρόβες οι οποίες στο πρωταρχικό τους Στάδιο δεν ήταν κουραστικές.

Είμαι στην εκκίνηση έχοντας κοιμηθεί ελάχιστα το προηγούμενο βράδυ. Κάτι μου είχε πει το Τζενάκι στο τηλέφωνο, αν γουστάρω τη χωριάτισσα ή κάτι τέτοιο... που με έκανε «τρελό», με αποτέλεσμα να φτάσουμε στον καβγά και να μιλάω πάλι για... «δικηγόρους».

Ποτέ δεν είχα τέτοια υπερένταση πριν από αγώνα κι έχω τρέξει 35.

Θυμάμαι πως ξεκίνησα με 5’ το χιλιόμετρο με μια συσπείρωση δυνάμεων που τροφοδοτούσε τους μυς σταθερά. Θυμάμαι πως ήμουν τόσο συντονισμένος με το ρυθμό ώστε κάθε φορά που διαισθανόμουν πως συμπλήρωνα χιλιόμετρο, έστρεφα το κεφάλι δεξιά και αντίκριζα το σημαιάκι της διοργάνωσης που ανέγραφε τον αριθμό του χιλιομέτρου από το οποίο περνούσα. Είχα γίνει ολόκληρος, ένας ρυθμός. Ένα ανδροειδές από το Blade Runner που τραβούσε και στην ανηφόρα σαν το Χάι λουξ Τογιότα, με ελάχιστη απόκλιση από το 5’ το χιλιόμετρο. Έφτασα στο 40ο άοκνος και προς μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα πως είχα κάνει λάθος υπολογισμούς, μάλλον δεν είχα υπολογίσει τα 195 τελευταία μέτρα. Αποτέλεσμα να μην προλαβαίνω να σπάσω το 3 ώρες 30’. Αφηνίασα. Άρχισα να τρέχω κοντά στο 4’30’’ και όσο πλησίαζα επιτάχυνα. Η υπερπροσπαθειά μου όμως κόπηκε όταν είδα πως είχε γίνει μία μικρή μετατροπή στη διαδρομή. Την τελευταία φορά που έτρεξα το 1999, η διαδρομή κατέβαινε τη Βασιλέως Κωνσταντίνου και μόλις έφτανες στο ύψος της εισόδου του Καλλιμάρμαρου έστριβες αριστερά και έκανες και περίπου ένα γύρο μέσα στο Στάδιο. Το 2001 όμως συνέχιζες μέχρι το φανάρι, έκανες  αναστροφή και μετά έμπαινες στο Στάδιο. Ξέρετε πως είναι να είσαι στο 100% της κατάθεσης της ψυχής σου, να είσαι στην τελική ευθεία και να διαπιστώνεις πως έχεις έστω και 100 μέτρα επιπλέον...

Τερμάτισα 3 ώρες 31’ και παρά το ντεμαράζ ένιωθα σαν οι σφυγμοί μου να επανήλθαν αμέσως...Ένιωθα λες και είχα τρέξει ένα γρήγορο δεκάρι. Είχα «καταπιεί» 42.2 χλμ και ένιωθα ακμαιότατος. Δυο φορές το εικοσάρι και βάλε του Αγίου Κοσμά και δεν υπήρξε τίποτα να μου μειώσει τη δύναμη. Αυτό που λέω για μένα στις καλές προπονήσεις, πως «έχω πάθει Θεοδωρακάκο».

Φώτιση! Έτσι θα μπορούσε επίσης να ειπωθεί η Υπέρβαση της Υπέρβασης. Αυτό που βίωσα δύο φορές (Άντε τρεις με τον Άγιο Κοσμά) είχε προηγουμένως, Απόφαση, Στοχοπροσήλωση, Αυταπάρνηση, Τελειομανία, Εμβάθυνση, Πολλή Δουλειά. Και ξέρετε κάτι; Όταν πληροίς αυτές τις προϋποθέσεις τίποτα δεν πάει στραβά. Το σύμπαν δε συνωμοτεί που λέει ο Κοέλιο, το Σύμπαν σε παίρνει από το χέρι και σου ανοίγει το Δρόμο. Στο περσινό Ούρσα δούλεψα όλο το καλοκαίρι όσο ποτέ άλλοτε. Έκανα 7 μπάνια, αν αυτό λέει κάτι. Ούτε η καραμπινάτη αφυδάτωση στο 48ο χιλιόμετρο δεν ήταν ικανή να με κάνει να παραδώσω τον αριθμό μου.

Πέρασαν τρία χρόνια για να το ξαναζήσω. Πάλι σε παράσταση, όμως με ελάχιστη προπόνηση αυτή τη φορά. Η κάθε εβδομάδα μου όμως, προβών και παρατάσεων, ήταν τόσο πειθαρχημένη σα να προετοιμαζόμουν για Μαραθώνιο. Ακόμα και το σεξ έπρεπε να συμβεί από Κυριακή βράδυ μετά την παράσταση έως Δευτέρα βράδυ, μάξιμουμ Τρίτη πρωί... Τρου στόρι...

Μάλιστα αυτή τη φορά, υπήρξε ένα διάστημα δύο ολόκληρων μηνών, όπου κάθε φορά στην πρώτη παράσταση μετά το διπλό ρεπό, την Τετάρτη δηλαδή, «έμπαινα» σε αυτή την εκστατική κατάσταση που περιέγραψα παραπάνω.

Έπρεπε να περάσουν άλλα δέκα χρόνια για να ξανανταμώσω με τη ... θείτσα Φώτιση.

Το 2014 σχεδίασα οργάνωσα κι εκτέλεσα την ανεξάρτητη ακτιβιστική δράση «240 χιλιόμετρα για τον αιγιαλό».

Πέντε μέρες με πενήντα χιλιόμετρα ημερησίως, μέσα στον καύσωνα του Ιουλίου. Μια πολύ απαιτητική διοργάνωση που απαιτούσε πολλά χιλιόμετρα προπόνηση και «τρέξιμο» μέχρι το βράδυ. Όμως για αυτή την Υπέρβαση της Υπέρβασης Ω! Υπέρβαση, θα χρειαστεί ένα ξεχωριστό σεντόνι, μιας και ήταν το ωραιότερο και σημαντικότερο επίτευγμα της ζωής μου. Το μόνο που θα «αφήσω» εδώ για τα «240 χιλιόμετρα για τον Αιγιαλό», είναι πως το 20αρι από την Ανάβυσσο μέχρι το Σούνιο, δηλαδή από το 130ο έως το 150ο χιλιόμετρο από τα 250 συνολικά, το έτρεξα με 5’ το χλμ.

«Τα πάντα είναι διχοτομημένα», Ουίλιαμ Μπάροουζ.

Ποια είναι η άλλη όψη του νομίσματος;

Υπάρχει κίνδυνος να «καείς» και να εκπέσεις όταν νταραβερίζεσαι με «κόλπα ζόρικα που κάνουν στις Ινδίες». Υπάρχει όμως και ο κίνδυνος της μοναξιάς. Δύσκολο να βρεις ανθρώπους να κατανοούν τις ανησυχίες και τις επιγνώσεις σου, να ανέχονται την ασταμάτητη αναζήτησή σου. Ο συνδυασμός της σωματικής με την πνευματική υπέρβαση, όσο σε εκτινάσσουν στον 7ο Ουρανό άλλο τόσο σε καταβυθίζουν στα άδυτα της ανθρώπινης φύσης.  

Αν μία  φορά βιώσεις τη Φώτιση ή «Φώτιση» δεν παύεις να την αναζητάς ακόμα και μέχρι το τέλος της ζωής σου. 

Είναι κάτι σαν Αθάνατο νερό με ελιξίριο νεότητας σε ένα. Δε νομίζω κανείς να το απαρνιόνταν.

Ο άνθρωπος είναι σαν το Σύμπαν. Στο Σύμπαν υπάρχει η ύλη η οποία αποτελείται κατά 4,9% από συνηθισμένη ύλη, 26,8% από σκοτεινή ύλη και 68,3% από σκοτεινή ενέργεια. Είμαι 51 και για κάποιο ακαταλαβίστικο λόγο τρέχω περισσότερο από ποτέ... και είμαι καλά...

Σας περιμένω 

Και «σας Αγαπώ»...