Η ομορφιά του τρίαθλου μέσα από τα μάτια του Βασίλη Κρομμύδα

 Νίκη Μηλιαράκη   15:06 05-04-2021  

Η ομορφιά του τρίαθλου μέσα από τα μάτια του Βασίλη Κρομμύδα


Το τρίαθλο είναι Ολυμπιακό άθλημα από το 2000 παρόλα αυτά η ανάπτυξή του στην Ελλάδα είναι πολύ μικρή. Παρότι υπάρχουν πολλοί ερασιτέχνες αθλητές που ασχολούνται με το συγκεκριμένο άθλημα δύσκολα θα δει κανείς νεαρούς ή νεαρές να στοχεύουν σε αυτό διεκδικώντας συμμετοχή ή διάκριση σε παγκόσμιο επίπεδο. Ούτως ή άλλως η χώρα μας έχει αποκλειστεί από τις διοργανώσεις της παγκόσμιας Ομοσπονδίας λόγω κακοδιαχείρισης της Ελληνικής Ομοσπονδίας Τρίαθλου, η οποία τελικά καταργήθηκε πριν από μία πενταετία περίπου. Πλέον το άθλημα του τρίαθλου ανήκει την Ομοσπονδία του μοντέρνου πένταθλου, αλλά παραμένει ουσιαστικά αποκλεισμένο από τις σπουδαίες διοργανώσεις.

Ως άθλημα το Τρίαθλο έχει πολύ υψηλές απαιτήσεις καθώς συνδυάζει την κολύμβηση με την ποδηλασία και το τρέξιμο. Η ενασχόλησή κάποιου με αυτό μοιάζει με ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, ωστόσο, σύμφωνα με τον Βασίλη Κρομμύδα που υπήρξε τριαθλητής και πλέον θεωρείται εκ των κορυφαίων προπονητών στο τρίαθλο, αυτό δεν ισχύει.

Ο έμπειρος προπονητής που συμμετείχε σε δύο Ολυμπιάδες αγωνιζόμενος στο Τρίαθλο και είχε πάμπολλες διακρίσεις ως αθλητής και συνεχίζει να έχει ως προπονητής μίλησε στο runbeat.gr για το αγαπημένο του άθλημα, τις προσωπικές του εμπειρίες και όσα μπορεί να ωθήσουν κάποιο να ασχοληθεί με αυτό το απαιτητικό και πολυδιάστατο σπορ.

Στη ζωή του το τρίαθλο μπήκε εντελώς τυχαία και ενώ ήταν φοιτητής στα ΤΕΦΑΑ της Θεσσαλονίκης. «Ήταν φθινόπωρο του 1989 όταν το πρωτοείδα, μου άρεσε, είπα να το δοκιμάσω κι έτσι μπήκε στη ζωή μου και έγινε η βασική μου ενασχόληση. Επειδή ήμουν κολυμβητής, είχα την άνεση με την κολύμβηση και ήταν πιο εύκολο να ασχοληθώ με το τρίαθλο. Περισσότερο σαν κίνητρο το είδα».

 

-Ήταν ένα άθλημα που δεν ήταν γνωστό ειδικά τότε και νομίζω ότι ακόμα και τώρα δεν αποτελεί πρώτη επιλογή για κάποιον...

«Πολύ σωστά. Εκείνη την εποχή δεν το ήξερε κανείς στην Ελλάδα καθώς είχε εμπνευστεί λίγα χρόνια νωρίτερα και ήταν η περίοδος που ξεκινούσε να γίνεται γνωστό στην Ευρώπη. Εκείνη την εποχή έτυχε και το είδα στο Eurosport. Ουσιαστικά κατά τύχη το είδα. Είπα να το δοκιμάσω. Εκείνη την εποχή ήμουν φοιτητής στη γυμναστική ακαδημία στα ΤΕΦΑΑ της Θεσσαλονίκης. Ήμουν προπονητής κολύμβησης σε παιδιά μικρής ηλικίας για εκμάθηση και το είδα σαν μία καλή προοπτική έτσι ώστε να δω πιο σφαιρικά ένα σπορ. Ήταν καινούργιο, είπα να το δοκιμάσω και όπου οδηγήσει χωρίς κάποιο στόχο συγκεκριμένο. Οι στόχοι ουσιαστικά οριοθετήθηκαν μετά τον πρώτο αγώνα. Έκανα τον πρώτο μου αγώνα στη Βουλγαρία όπου ήθελα να δω εάν το σπορ μου ταιριάζει ώστε να δώσω περισσότερη ενέργεια και προσοχή προκειμένου να εξελιχθώ ως αθλητής. Με πολύ λίγη προπόνηση κατάφερα να τερματίσω τρίτος σε έναν διεθνή αγώνα. Οπότε βρέθηκα στο βάθρο στον πρώτο μου αγώνα έχοντας μάλιστα πολύ μικρή διαφορά σε σχέση με το νικητή και κάνοντας αρκετά λάθη απειρίας. Οπότε από εκεί και μετά κατάλαβα ότι έχω μέλλον στο άθλημα. Το κατάλαβα όχι μόνο από την απόδοσή μου, αλλά και από τα λεγόμενα των συναθλητών μου. Ήταν και γι’ αυτούς έκπληξη το γεγονός ότι βρέθηκε από το πουθενά ένας αθλητής από την Ελλάδα που αγωνίστηκε σε τόσο υψηλό επίπεδο».

 

-Προπόνηση κάνατε μόνος σας;

«Σε πρώτη φάση ναι. Μετά όμως έθεσα ως στόχο την απόσταση ironman. Ήθελα να δοκιμάσω έναν αγώνα με υπερβολικές αποστάσεις. Η προπόνησή μου ήταν κυρίως για την κολύμβηση. Πολύ λίγο προπονήθηκα για το τρίαθλο. Δεν ήταν τόσο συστηματική η προπόνηση ακόμα και για το ironman όταν προετοιμαζόμουν. Οπότε από τη στιγμή που τερμάτισα και το πρώτο ironman σε πολύ καλό χρόνο για την προπόνηση που είχα κάνει αποφάσισα να κάνω πολύ πιο σοβαρή προπόνηση. Έκτοτε προπονητής μου ήταν ο Άγγελος Κουτλιάνος, ο οποίος ήταν καθηγητής μου στο Πανεπιστήμιο στο τμήμα ειδικότητας της κολύμβησης. Ήταν ο πρώτος προπονητής που με βοήθησε στο τρίαθλο. Στο δεύτερο μου ironman η επίδοσή μου ήταν εξαιρετική καθώς τερμάτισα 10ος στο μεγαλύτερο ironman της Ευρώπης, όπου πήραν μέρος όλοι οι καλοί αθλητές παγκοσμίων, επαγγελματίες και ερασιτέχνες. Μάλιστα ήμουν 2ος στην κατηγορία μου που ήταν 18-24 ετών. Παράλληλα με την επίδοσή μου πήρα την πρόκριση για το Παγκόσμιο πρωτάθλημα της Χαβάης και από εκεί και μετά ξεκίνησαν ακόμα μεγαλύτερες επιτυχίες και αγώνες».

-Ποιες στιγμές έχουν μείνει ανεξίτηλα στο μυαλό σας;

«Υπάρχουν πολλές. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω μία. Σίγουρα θα θυμάμαι πάντα τον 2ο ironman που συμμετείχα στη Γερμανία, όπου ήμουν 10ος και ήταν τρομερή έκπληξη τόσο για μένα, αλλά και για όλο το παγκόσμιο αθλητικό κόσμο. Η 2η στιγμή που δεν μπορώ να αφήσω πίσω είναι η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2000 στο Σίδνεϊ μιας και ήταν η πρώτη συμμετοχή των τριάθλων στο ολυμπιακό πρόγραμμα και μετά από πάρα, πάρα πολύ μεγάλη προσπάθεια μπόρεσα και προκρίθηκα στον αγώνα αυτό. Ακριβώς επειδή ήταν ο πρώτος σε Ολυμπιάδα είχε συγκεντρώσει τους 50 κορυφαίους επαγγελματίες τριαθλητές του κόσμου, οι οποίοι με τη σειρά τους είχαν κάνει τεράστια προσπάθεια στην προετοιμασία τους προκειμένου να διακριθούν. Στο Σίδνεϊ βρέθηκε η κορυφή της κορυφής. Γι’ αυτό ήταν κάτι το ξεχωριστό και μόνο που βρισκόμασταν στην εκκίνηση. Από εκεί και πέρα η τρίτη πολλαπλή ανάμνηση που συνεχώς υπάρχει κοντά είναι η παρουσία σε όλους τους παγκόσμιους αγώνες που έλαβα μέρας. Ήμουν η μοναδική ελληνική συμμετοχή σε τόσο υψηλού επιπέδου αγώνας. Ουσιαστικά σήκωνα την ελληνική σημαία μόνος. Γιατί πήγαινα στους αγώνες χωρίς συνοδούς, χωρίς προπονητές, χωρίς τίποτα. Ήταν πολύ χαμηλή η οικονομική στήριξη προς εμένα τόσο από την Ομοσπονδία όσο και από τους χορηγούς. Μικρό σπορ μικρά έσοδα».

-Ποιο ήταν το κίνητρο για να το κάνετε αυτό;

«Το πιο ουσιαστικό είναι η διαδρομή προς το στόχο. Ναι μεν ήταν δύσκολα τα πράγματα, όμως οφείλουμε να παλεύουμε για να φτάσουμε εκεί που θέλουμε. Ποτέ δεν πρόκειται να επιτύχει ένας αθλητής εάν αποσκοπεί στο οικονομικό κέρδος. Αυτό που σκέφτεται είναι η βελτίωση και το να πιάσει το μάξιμουμ της απόδοσής του, το οποίο έχει να κάνει όχι μόνο με την προπόνηση αλλά και με το χάρισμα που του έχει δώσει ο Θεός. Και οφείλει να προσπαθήσει για να φέρει την καλύτερη δυνατή επίδοση. Από εκεί και πέρα το κάθε πράγμα έχει τα πλεονεκτήματά και τα μειονεκτήματά του».

-Ποιες είναι οι απαιτήσεις του τρίαθλου, τι προσόντα πρέπει να έχει ένας αθλητής για να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο άθλημα;

«Για εμένα είναι το δυσκολότερο άθλημα αντοχής. Είναι πολύ επίπονο. Από την άλλη όμως είναι εφικτό για όλους. Για οποιονδήποτε άνθρωπο θέλει να ασχοληθεί με τον ερασιτεχνικό αθλητισμό για να μπορέσει να έχει μία καλή φυσική κατάσταση και ποιότητα ζωής. Είναι εφικτό γιατί δε μιλάμε για επιδόσεις, δε μιλάμε για πρωταθλητισμό. Μιλάμε για αθλητισμό που να φέρνει υγεία και αυτό μπορεί να το κάνει ο καθένας.

Και γι’ αυτό έχει μπει στη συνείδηση των απλών πολιτών το τρίαθλο και υπάρχουν πολλές συμμετοχές. Η δυσκολία του είναι ότι πρέπει να αφιερώσει κάποιος χρόνο. Πρέπει να μπορείς να αφιερώσεις έναν ελάχιστο χρόνο προπόνησης για να μπορέσεις να τα καταφέρεις. Δε χρειάζεται απίστευτες ώρες δουλειάς, αλλά τουλάχιστον το μίνιμουμ».

 

-Πόσο μπορεί να είναι το μίνιμουμ της προπόνηση;

«Μπορεί να είναι και μία ώρα την ημέρα. Εάν είναι σωστά δομημένο το πρόγραμμα της προπόνησης, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του αθλητή, με το ιστορικό του, τις δυνατότητές του, μπορεί να τα καταφέρει. Το βασικότερο από όλα είναι ο τρόπος που θα προπονηθεί να είναι αυτός που χρειάζεται. Πρέπει να μπορείς να χρησιμοποιήσεις τα πλεονεκτήματα του ενός σπορ και για το άλλο».

-Πρέπει να δώσει κάποιος βαρύτητα σε κάποιο από τα τρία αγωνίσματα ή πρέπει να τα δουλέψει το ίδιο και τα τρία;

«Όχι απαραίτητα. Το εάν έχεις ένα σπορ που είναι πιο δυνατό βοηθάει καθώς γίνεται η βάση για να δώσεις έμφαση στα άλλα δύο. Σε αυτή την περίπτωση η κολύμβηση υπερέχει σε σχέση με τα άλλα δύο σπορ γιατί έχει το τεχνικό κομμάτι. Και είναι κάτι που μαθαίνει κανείς σε μικρή ηλικία. Οπότε όποιος ξεκινάει από τη βάση της κολύμβησης έχει περισσότερες δυνατότητες στο να εξελιχθεί και στα υπόλοιπα. Βεβαίως δεν είναι αποτρεπτικό το να μην ξέρεις πολύ καλή κολύμβησης απλά θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος και επιμονή στην κολύμβηση για να τα καταφέρει κάποιος ενήλικας».

-Έχει ηλικία το τρίαθλο;

«Το ότι είναι δύσκολο σπορ ή ότι χρειάζεται κάποιος χρόνο προπόνησης δε σημαίνει ότι δεν είναι ανοικτό σε κάθε ηλικία. Έχουμε συμμετοχές από τις μικρές ηλικίες των 15 -16 ετών στα παιδικά τρίαθλα μέχρι και συμμετοχές στα ironman παρακαλώ ανθρώπων που είναι 80 ετών! Όταν υπάρχει σύστημα στον τρόπο προπόνησης, υπομονή στον τρόπο προπόνησης και προσπάθεια συγκεκριμένα για κάποιο στόχο είναι εφικτό και το καταφέρνει κόσμος. Είναι και μία δοκιμασία με τον εαυτό σου και δεν έχει να κάνει με τους συναθλητές που αντιμετωπίζεις. Είναι δοκιμασία με τον εαυτό σου για να φέρεις το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για σένα».

-Εσείς πότε αποφασίσατε να αφήσετε τον πρωταθλητισμό και να ασχοληθείτε με την προπονητική;

«Η προπονητική υπήρχε στη ζωή μου και όταν ήμουν αθλητής. Ξεκίνησα με την προπονητική στην κολύμβηση που ήταν και αυτό που σπούδασα. Από κάποιο σημείο και μετά, όταν είχα λάβει μέρος και στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες, είπα να ξεκινήσω να βοηθάω και άλλους αθλητές να πετύχουν τους στόχους τους στο τρίαθλο. Γιατί δεν είναι εύκολο για κάποιος να ξεκινήσει ένα σπορ που δεν είναι γνωστό στη χώρα και να βρει προπονητή που θα τον βοηθήσει να πετύχει τους στόχους του. Μέχρι και τη 2η Ολυμπιάδα ασχολιόμουν παράλληλα με προπονητική και άθληση. Μετά το 2004 που τελείωσα και τους δεύτερους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα αφιερώθηκα αποκλειστικά στην προπονητική. Είχα αναλάβει και την Εθνική ομάδα της χώρας μας και πλέον ήταν 100% προπονητική».

-Από τότε ως σήμερα έχει εξελιχθεί το άθλημα στην Ελλάδα; Υπάρχει ανάπτυξη;

«Είναι δύο πυλώνες. Εάν το δούμε από την πλευρά της κρατικής πολιτείας και την ανάπτυξη μικρών ηλικιών και πρωταθλητισμού έχουμε μείνει στάσιμοι. Μπορώ να πω ότι έχουμε κάνει και πολλά βήματα πίσω. Πολύ πιο πίσω ακόμα και από τότε που ξεκίνησε το τρίαθλο στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, εάν δούμε τους ερασιτέχνες αθλητές και το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται στη χώρα μας υπάρχει εξέλιξη. Βλέπουμε δηλαδή μία εντελώς αντίθετη κατεύθυνση στο θέμα του ερασιτεχνικού τριάθλου που εξελίσσεται ραγδαίως και φανταστικά και από την άλλη πλευρά του πρωταθλητικού τριάθλου που πηγαίνει συνεχώς βήματα προς τα πίσω».

-Γιατί συμβαίνει αυτό;

«Δυστυχώς είχαμε προβλήματα εδώ και πάρα πολλά χρόνια με τους κρατικούς φορείς και την Ομοσπονδία τριάθλου. Με κάποιες πολύ λανθασμένες τακτικές τα τελευταία χρόνια εγκλώβισαν το σπορ. Οι αθλητές και οι προπονητές αντιμετωπίστηκαν από την πρώην ομοσπονδία του Τριάθλου πολύ εκβιαστικά. Να το πω διαφορετικά, δημιούργησαν ένα δικό τους μαγαζί για να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν το σπορ. Ευτυχώς τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια το κράτος το κατάλαβε και μας ένταξε στην ομοσπονδία του μοντέρνου πεντάθλου, όπου από τότε και μετά τουλάχιστον έχουμε πολύ ωραίους και σωστούς εσωτερικούς αγώνες. Το πρόβλημα που παραμένει είναι ότι δεν μπορούν οι νέοι μας αθλητές, αλλά και οι πιο μεγάλοι να πάρουν μέρος στους αγώνες της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας. Γιατί είμαστε ακόμα εγκλωβισμένοι σε πολιτικές της πρώην Ομοσπονδίας της Ελλάδας».

-Υπάρχει τρόπος να ξεμπλοκάρει αυτό;

«Δυστυχώς έχει πολιτικές προεκτάσεις αυτή η κατάσταση και δεν εννοώ κομματικές. Δεν έχει να κάνει με κόμματα, αλλά με τις πολιτικές και το τι πιστεύει ο κάθε άνθρωπος ότι είναι ηθικό και τι ανήθικο. Τι είναι σωστό και τι λάθος. Όταν ξεφύγουμε από αυτή την κατάσταση θα ξεμπλοκάρει. Τώρα το πόσο σύντομα θα γίνει αυτό κανείς δεν το ξέρει.

Αυτό αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τα νέα παιδιά που θέλουν να κάνουν τρίαθλο. Αυτός που την πληρώνει δεν είναι ο ενήλικας που αγαπά το τρίαθλο και το κάνει ως χόμπι είναι τα νεαρά παιδιά τα οποία έχουν δυνατότητες, έχουν όνειρα, έχουν όραμα, θέλουν να αγωνιστούν, όχι μόνο για τον εαυτό τους και τις προσωπικές τους προσδοκίες, αλλά και για τη χώρα τους και αυτά τα παιδιά τα εγκλωβίζουν μικροπολιτικές ανήθικων ανθρώπων».

-Τα παιδιά τότε με τι κίνητρο τα κρατάτε στην προπόνηση;

«Έχω παιδιά, πολύ λίγα, με τρομερή θέληση που ξεχωρίζουν και αυτός είναι ο μεγάλος καημός εμάς των προπονητών γιατί υπάρχουν παιδιά -παρά τις δυσκολίες που τις βλέπουν και τις αναγνωρίζουν- που έχουν τρομερή θέληση να προπονηθούν και να εξελιχθούν και αυτή η κατάσταση τα κρατά πίσω. Είναι οδυνηρό.Γίνονται κάποιες διεργασίες αλλά κανείς δεν ξέρει που θα καταλήξουν καθώς έχουν περάσει πολλά χρόνια με αυτό το καθεστώς».